- υπομηλίζω
- Αείμαι κάπως κίτρινος, είμαι υποκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μηλίζω «ἔχω κιτρινωπό χρώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομηλίζοντα — ὑπομηλίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπομηλίζω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)